ἅμιλλος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ὁ, = ἅμιλλα, Doroth. ap. Phot.p.92 R. ἁμιλλοφόρος, Ar.Fr.42 D., perhaps f.l. for ἁμιλλότερος (cf. ἁμιλλότεροι· ὲπὶ πλέον ἐρί ζοντες, Hsch.); sed potius leg. ἀμαλλοφόρος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ lucha, juegos τὸ δὲ πρόθυμα τō ἁμίλλο ἐμ μέρει ἑκατέρος κατάρχεσθαι el sacrificio previo a los juegos por turno debe realizarlo cada parte, SEG 21.527.61 (Atenas IV a.C.), cf. Doroth. en Phot.p.92R.