ἐδείδιμεν
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ἐδᾰφ-δῐσαν, v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐδείδῐμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к δείδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Greek Monotonic
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του δείδω.