ἐκάς

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκάς Medium diacritics: ἐκάς Low diacritics: εκάς Capitals: ΕΚΑΣ
Transliteration A: ekás Transliteration B: ekas Transliteration C: ekas Beta Code: e)ka/s

English (LSJ)

ἐκάδος, ἡ, a division of land (?), Rev.Phil.48.98 (Dura).

Spanish (DGE)

uelἑκάς, -άδος, ἡ
sent. dud., n. de una división o lote de terreno PDura 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-).

Greek Monolingual

ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α)
επίρρ.
1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)
2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός
3. προ πολλού
4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. έ και επίθημα -κας, που δηλώνει επιμερισμό (πρβλ. ανδρακάς, «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. śata-śah «ανά εκατό»)].