ἐκδορά

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδορά Medium diacritics: ἐκδορά Low diacritics: εκδορά Capitals: ΕΚΔΟΡΑ
Transliteration A: ekdorá Transliteration B: ekdora Transliteration C: ekdora Beta Code: e)kdora/

English (LSJ)

ἡ, stripping off, removing, λειχήνων Gal.12.844.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
desollamiento ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. Affect.9.32
medic. excoriación τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, das Abhäuten, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδορά: ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.

Greek Monolingual

η (Α ἐκδορά)
νεοελλ.
επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα
αρχ.
1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο
2. γεν. αφαίρεση.