ἐκκωφέω
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
deafen, stun, τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312: —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81: metaph., ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη = can it be that her beauty has blunted their swords / their swords are blunted at the sight of her beauty, E.Or.1288, cf. ἐκκωφόω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. perf. 3a plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]
1 dejar sordo fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.
2 aturdir τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas? E.Or.1288.
3 en perf. v. med. quedarse sordo, irón. por desentenderse ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo Synes.Ep.5 (p.14).
French (Bailly abrégé)
ἐκκωφῶ :
1 tr. assourdir ; fig. (au Pass.) être hébété, être frappé de stupeur;
2 intr. être sourd.
Étymologie: cf. ἐκκωφόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκωφέω: и ἐκκωφόω только pf.
1 оглушать (τὰ ὦτά τινος Plat.): τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. ты своим криком оглушил Афины; τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. ты оглох;
2 ошеломлять (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.);
3 притуплять (εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκωφέω: τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ κάλος ἐκκεκώφηται ξίφη, ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ ξίφη, Εὐρ. Ὀρ. 1288, ἔνθα οὗτος ὁ τύπος προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279).
Greek Monotonic
ἐκκωφέω: μέλ. -ήσω, ξεκουφαίνω, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται ξίφη, τα ξίφη, τα σπαθιά στόμωσαν, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to make quite deaf, Ar.:—Pass., metaph., ἐκκεκώφηται ξίφη swords are blunted, Eur.