ἐκμηκύνω

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμηκύνω Medium diacritics: ἐκμηκύνω Low diacritics: εκμηκύνω Capitals: ΕΚΜΗΚΥΝΩ
Transliteration A: ekmēkýnō Transliteration B: ekmēkynō Transliteration C: ekmikyno Beta Code: e)kmhku/nw

English (LSJ)

strengthened for μηκύνω, D.H.1.56 (Pass.), 6.83, J.BJ7.8.3 (Pass.).

Spanish (DGE)

1 alargar, prolongar τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίαν D.H.11.44, οὐδὲν ... εἰς μακρὸν ἐκμηκύνειν χρόνον D.H.6.83
ret., de períodos, frases hacer largo, extenderse en τοσαύτην ... περίφρασιν D.H.Dem.7.5, αὐτάς (τὰς διηγήσεις) D.H.Is.14.2, ταῦτα δὲ μέχρι δισχιλίων ἐκμηκύνας στίχων y tras haberse extendido en este tema hasta dos mil líneas D.H.Th.10.4, cf. 19.1, περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄθλων ... τί δεῖ παρὰ καιρὸν ἐκμηκύνειν ...; Heraclit.All.33.
2 intr., en v. med. prolongarse, continuar (ὁδός) I.BI 7.282, ἀρχὴν ... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἐκμηκυνθησομένην D.H.1.56.

German (Pape)

[Seite 769] verstärktes simplex, D. Hal. 6, 83 u. öfter, bes. von der Rede.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμηκύνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μηκύνω, Διον. Ἁλ. 6. 83.

Greek Monolingual

ἐκμηκύνω (Α)
1. εκτείνω σε όλο το μήκος
2. (για χρόνο) αυξάνω τη διάρκεια
3. (για λόγο) μιλώ διεξοδικά.