ἐλεγκτικῶς
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à convaincre, d'une manière péremptoire.
Étymologie: ἐλεγκτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγκτικῶς: в порядке опровержения или изобличения (ἐπερέσθαι Xen.; ἀποκρίνεσθαι πρός τινα Luc.).