ἐμβολισμός

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 intercalar, mes intercalado, Graeci et Iudaei, per octo annos trium mensium ἐμβολισμοὺς faciunt Hieron.Dan.25.544A, cf. Gloss.2.89.
2 año de trece meses lunares Isid.Etym.6.17.22, 23.

German (Pape)

[Seite 806] ὁ, Sp., der Schalttag.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβολισμός)
νεοελλ.
1. η προώθηση του βλήματος με τη βοήθεια του εμβολέα στο κοίλο μέρος του πυροβόλου
2. η εκτέλεση μιας ολόκληρης διαδρομής του εμβόλου τών μηχανών
3. η προσβολή πλοίου με έμβολο κατά την εμβολή
μσν.
εμβόλιμη ημέρα
αρχ.
παρεμβολή.