ἐντροχάζω
English (LSJ)
A = ἐντρέχω, intervene, occur, κοινότητος ἐντροχαζούσης φωνῶν Demetr.Lac.Herc.1014.48, cf. 57,62 F., al.
II exercise a horse in a ring, Hippiatr.33.
Spanish (DGE)
1 intervenir, salir al encuentro fig., cont. lingüist. ocurrir, presentarse ἐκ τούτων τῶν ἐπῶν τοι οῦτό τι γέγονος τῆς ἀμφιβολίας ἐντροχάζει a partir de estos versos épicos ocurre tal hecho de ambigüedad Demetr.Lac.Herc.1012.31.2, δυσοδία γὰρ ἐντροχάζειν δοκεῖ parece que se presenta una aporía Demetr.Lac.Herc.1012.72.6, cf. Po.2.61.5, διηρτημένων κοινότητος ἐντροχαζούσης φωνῶν Demetr.Lac.Po.2.47.7.
2 trotar περιπατείτω καὶ ἐντροχαζέτω de caballos Hippiatr.33.2, cf. 4, 45.4.
German (Pape)
[Seite 859] im Kreise laufen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντροχάζω: τρέχω ἐν κύκλῳ, ἐπὶ ἵππων, περιπατείτω καὶ ἐντροχαζέτω Ἱππιατρ. 111. 6.
Greek Monolingual
ἐντροχάζω (AM)
1. τρέχω μέσα σε κάτι, συντρέχω, συμβαίνω
2. γυμνάζω άλογο αναγκάζοντας το να τρέχει σε κύκλο, σε κυκλικό δρόμο.