ἐξοβελίζω

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξοβελίζω)
σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι του Ομήρου εξοβελίζονται»)
νεοελλ.
απορρίπτω, διαγράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο χωρίο κειμένου» (< οβελός «οριζόντια γραμμή για την απόρριψη χωρίου ως νόθου»)].