ἐξολόθρευμα

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

German (Pape)

[Seite 886] τό, das Zerstörte, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξολόθρευμα: τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― ὡσαύτως ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, καταστροφεύς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ ῥῆμα εἶναι ἐξολοθρεύω, καταστρέφω ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ.

Greek Monolingual

και ξολόθρεμα, το (AM ἐξολόθρευμα) εξολοθρεύω
εξολόθρευση, εξόντωση.