ἐπαρτίζω

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρτίζω Medium diacritics: ἐπαρτίζω Low diacritics: επαρτίζω Capitals: ΕΠΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: epartízō Transliteration B: epartizō Transliteration C: epartizo Beta Code: e)parti/zw

English (LSJ)

A get ready, in Ep. aor. ἐπαρτίσσειεν A.R.1.1210:—Med., c. inf., ib.877.
II intr., fit in, ἐς τὸν μυκτῆρα Hp.Morb.2.33.

German (Pape)

[Seite 905] bereiten, zurüsten; πάντα ἐπαρτίσσειεν Ap. Rh. 1, 1210; im med., 1, 877.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτίζω: ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, πάντα... ἐπαρτίσσειεν ἰόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1210. - Μέσ. μετ’ ἀπαρ., ἐπαρτίζοντο νέεσθαι, παρεσκευάζοντο νά.., αὐτόθι 877.

Greek Monolingual

ἐπαρτίζω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω
2. μέσ. επαρτίζομαι (με απρμφ.) ετοιμάζομαι
3. (αμτβ.) προσαρμόζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχίζω «κοσμώ, παρασκευάζω»].