ἐπαρχιώτης

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχιώτης Medium diacritics: ἐπαρχιώτης Low diacritics: επαρχιώτης Capitals: ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ
Transliteration A: eparchiṓtēs Transliteration B: eparchiōtēs Transliteration C: eparchiotis Beta Code: e)parxiw/ths

English (LSJ)

ἐπαρχιώτου, ὁ, a provincial, Hadrian.Epist. ap. Justin. M.Apol.1.68, Jul.Ep.14, BGU1024vi24 (iv A. D.):—also written ἐπαρχ-εώτης, Just.Nov.128.21, al., Cod.Just.1.33.4.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, u. fem. ἐπαρχιῶτις, ιδος, ein Mensch aus der Provinz, Sp., wie Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχιώτης: -ου, ὁ, ὁ κάτοικος ἐπαρχίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 325C., 825Α, 833Α, Ἰουλιαν. Αὐτοκρ. 384D· - θηλ. ἐπαρχιῶτις, ιδος, Βυζ. 2) μέλος ἐπαρχίας, Σύνοδ. Ἀντιοχ. 20, Κωνστ. Ι. 6, Ἐφέσου 2, περὶ ἐπαρχιακῶν Ἐπισκόπων.

Greek Monolingual

και επαρχεώτης, ο, θηλ. επαρχιώτις και επαρχιώτισσα (AM ἐπαρχιώτης και ἐπαρχεώτης, θηλ. ἐπαρχιῶτις) επαρχία
ο κάτοικος της επαρχίας ή ο καταγόμενος από επαρχία
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο αγροίκος.