ἐπικατάγνυμι

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

German (Pape)

[Seite 946] (s. ἄγνυμι), darüber, noch dazu zerbrechen, Arist.?

Russian (Dvoretsky)

ἐπικατάγνῡμι: (также) разбивать (ἐπικαταγνύμενα ᾠά Arst.).