ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
[Seite 946] (s. ἄγνυμι), darüber, noch dazu zerbrechen, Arist.?
ἐπικατάγνῡμι: (также) разбивать (ἐπικαταγνύμενα ᾠά Arst.).