ἐπικινδυνεύομαι

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

French (Bailly abrégé)

être exposé à un danger, être aventuré.
Étymologie: ἐπί, κινδυνεύω.

Greek Monotonic

ἐπικινδῡνεύομαι: Παθ., βρίσκομαι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικινδῡνεύομαι: подвергаться опасности: ἐπικινδυνεύεται τῷ δανείσαντι τὰ χρήματα Dem. деньгами рискует заимодавец.

Middle Liddell

Pass. to be risked, Dem.