ἐπιχειρητέον

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειρητέον Medium diacritics: ἐπιχειρητέον Low diacritics: επιχειρητέον Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: epicheirētéon Transliteration B: epicheirēteon Transliteration C: epicheiriteon Beta Code: e)pixeirhte/on

English (LSJ)

or ἐπιχειρητέα,
A one must attempt, Pl.Ap.19a; μείζοσι Isoc.Ep.9.18.
2 ἐπιχειρητέα one must attack, Th.1.118, 2.3.
3 one must argue dialectically, πρός τι to a conclusion, Arist. Top.120b8.
II ἐπιχειρ-ητέος, α, ον, to be attempted, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐ. Antipho 2.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειρητέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41.

Greek Monotonic

ἐπιχειρητέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του ἐπιχειρέω, αυτό που πρέπει κάποιος να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με επίθεση, τινί, σε Θουκ., Πλάτ.

Lexicon Thucydideum

aggrediendum, must attack, 1.118.2, 2.3.3.