ἐρίδωρος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίδωρος Medium diacritics: ἐρίδωρος Low diacritics: ερίδωρος Capitals: ΕΡΙΔΩΡΟΣ
Transliteration A: erídōros Transliteration B: eridōros Transliteration C: eridoros Beta Code: e)ri/dwros

English (LSJ)

ἐρίδωρον, rich in gifts, abundant, ὀπώρη Opp.C.3.504.

German (Pape)

[Seite 1028] gabenreich, θήρης – ὀπώρη, Opp. C. 3, 504.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδωρος: -ον, μεγαλόδωρος, ἄφθονος, ὀπώρη Ὀππ. Κυν. 3. 504.

Greek Monolingual

ἐρίδωρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («ἐρίδωρος ὀπώρη», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + δώρον].