ἐρημόπολις
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ι, gen. -ιδος, reft of one's city, E.Tr.603(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1026] ἡ, eine wüste, öde Stadt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρημόπολις: ι, γεν. ιδος, ὁ ἐστερημένος τῆς ἑαυτοῦ πόλεως, ἐρημόπολις μάτηρ Εὐρ. Τρῳ. 599.
Greek Monolingual
(I)
ἐρημόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει στερηθεί την πόλη του, αυτός που έχασε την πατρίδα του («ἐρημόπολις μάτηρ», Ευρ.)
(πρβλ. άπολις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πόλις.
(II)
ἐρημόπολις, ἡ (Μ)
έρημη, κατεστραμμένη πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πόλις.
Middle Liddell
reft of one's city, Eur.