ἐχιδνότοκος
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
English (LSJ)
ἐχιδνότοκον, born of a viper, Anon.Prog.9in Rh.1.626 W.
German (Pape)
[Seite 1126] natternerzeugt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδνότοκος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ.
Greek Monolingual
ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτίτοκος, πυρίτοκος].