ἑβδομαδικός
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ἑβδομαδική, ἑβδομαδικόν,
A weekly, ἀριθμός Antyll. ap. Orib. 9.3.1; περίοδος Gal.9.914, Theol.Ar.45. Adv. ἑβδομαδικῶς Steph.in Hp.1.198 D.
II septenary, Procl.in Ti.3.108 D., Dam.Pr.264, 265. Adv. ἑβδομαδικῶς ib.263.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1basado en el número siete, septenario ἑβδομαδικῷ δ' ἀριθμῷ περικυκλεῖσθαι cumplir un ciclo en base al número siete ref. a las revoluciones lunares, Antyll. en Orib.9.3.1, cf. Vett.Val.84.4, Procl.in Ti.3.107.8
•séptuple, que consta de siete partes πρόοδος Dam.in Prm.264, διάκοσμος Dam.in Prm.265.
2 temp. compuesto por siete περίοδοι Theol.Ar.45, Steph.in Hp.Progn.240.32, κλιμακτήρ Vett.Val.140.8, cf. 141.8, κύκλοι Vett.Val.245.8, 18
•de siete días, de la semana τοῦ ἑβδομαδικοῦ παυσαμένου χρόνου ref. el tiempo que duró la creación, Gr.Nyss.Ps.6 189.19.
3 séptimo como último de un grupo de siete septeni et noueni anni, qui ebdomadici a Graecis et enneadici appellantur Firm.4.20.3.
II adv. -ῶς en grupos de siete ἑ. ... αὐτὴν οἱ θεοὶ παράγουσιν Dam.in Prm.263, cf. Procl.in Ti.2.236.17, 3.194.23
•cada siete días, de siete en siete días αἱ μὲν (κρίσιμοι) κρίνουσιν ... ἑ. Steph.in Hp.Aph.2.360.31.
German (Pape)
[Seite 699] zur siebenten Zahl, Abtheilung gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομαδικός: -ή, -όν, ἕβδομος, ἑβδ. ἔτος Ἰωσήπ. Α. Ι. 11. 8, 6· ἑβδομαδιαῖος, Γαλην.
Greek Monolingual
ἑβδομαδικός, -ή, -όν (AM) (Μ και ἑβδοματικός, -ή, -όν)
1. έβδομος
2. αυτός που τελείται κάθε επτά χρόνια.