ἑτοιμοπώλης

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοπώλης Medium diacritics: ἑτοιμοπώλης Low diacritics: ετοιμοπώλης Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: hetoimopṓlēs Transliteration B: hetoimopōlēs Transliteration C: etoimopolis Beta Code: e(toimopw/lhs

English (LSJ)

ἑτοιμοπώλου, ὁ, one who keeps such a shop, Demetr. Astrol. in Cat.Cod.Astr.1.106.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α)
ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιοπώλης, ζυθοπώλης.