ἔμμεν
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
English (LSJ)
ἔμμεναι, Ep. for εἶναι, v. εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
French (Bailly abrégé)
dor. inf. prés. de εἰμί.
Russian (Dvoretsky)
ἔμμεν: (αι) эп. = ἔμεν(αι).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεν: ἔμμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.
Greek Monolingual
ἔμμεν και ἔμμεναι (Α)
(απρμφ.) εἶναι.