ἠλιβάτας
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[βᾰ], ὁ, haunting the heights, τράγος Antiph.133.3, cf. Anaxil.12 (ἠλιβάτους codd.):—hence ἡλιβατέω, haunt the heights, Sch. Il.15.273.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλιβάτας: -ου, ὁ, ἀναβαίνω εἰς ὑψηλὰ μέρη, τράγος Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 (ἔνθα ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).
Greek Monolingual
ἠλιβάτας, ὁ (Α)
αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει ψηλά («ἡλιβάτας τράγος», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίβατος].