ἡγησίπολις
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
[σῐ], εως, ὁ, leader of the state, D.L.2.131.
German (Pape)
[Seite 1151] ὁ, Führer, Lenker des Staates, D. L. 2, 131.
Greek Monolingual
ἡγησίπολις, -όλιδος, ὁ (Α)
ηγεμόνας, διοικητής πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήγησις (< ηγούμαι) + πόλις (πρβλ. ορθό-πολις, πρωτό-πολις)].