ἡλιοπλήξ

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιοπλήξ Medium diacritics: ἡλιοπλήξ Low diacritics: ηλιοπλήξ Capitals: ΗΛΙΟΠΛΗΞ
Transliteration A: hēlioplḗx Transliteration B: hēlioplēx Transliteration C: iliopliks Beta Code: h(lioplh/c

English (LSJ)

πλῆγος, ὁ, ἡ, sunburnt, Call.Iamb.1.219.

Greek Monolingual

ἡλιοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
ο Ηλιοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -πληξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ].

Translations

sunburnt

English: sunburnt, sun-burnt, sunburned; Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng