οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: ἡμίχῑον | Medium diacritics: ἡμίχιον | Low diacritics: ημίχιον | Capitals: ΗΜΙΧΙΟΝ |
Transliteration A: hēmíchion | Transliteration B: hēmichion | Transliteration C: imichion | Beta Code: h(mi/xion |
τό, a measure, half a χῖον, PCair.Zen.12.17 (iii B.C.), etc.
ἡμίχιον, τὸ (Α)
πάπ. είδος μέτρου, μισό χίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + χίον «σταμνί κρασιού από τη Χίο»].