ἡμιθέαινα
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ἡ, demigoddess, Opp.C.3.245.
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, Halbgöttinn, Opp. Cyn. 3, 245.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιθέαινα: ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ θεά, ἡμιθέους καὶ ἡμιθεαίνας Ὀππ. Κ. 3. 215· γεν. πληθ. ἡμιθεάων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Β. 57.
Greek Monolingual
ἡμιθέαινα, ἡ (Α)
βλ. ημιθέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θέαινα, θηλ. του θεός.