ἡμωδία

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

German (Pape)

[Seite 1171] ἡ, ion. = αἱμωδία, Hesych. Eben so ἡμωδιάω, = αἱμωδιάω, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμωδία: ἡμωδιάω, Ἰων. ἀντὶ αἱμ-· ὡσαύτως Ἀττ. κατὰ τὸν Μοῖριν.