ἡρωογράφος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, Verfasser eines heroischen Gedichtes, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἡρωογράφος: -ον, ἐπικ. ποιητής, Τζέτζ.
Greek Monolingual
ἡρωογράφος, -ον (Α)
συγγραφέας ηρωικού ποιήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -γράφος].