ἰήλεμος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
Ionic for ἰάλεμος.
German (Pape)
[Seite 1244] u. die abgeleiteten, ion. = ἰάλεμος u. s. w., w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἰάλεμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰήλεμος: ἰηλεμίζω, ἰηλεμίστρια, Ἰηλυσός, Ἰων. ἀντὶ ἰάλεμος, ἰαλεμίζω, κτλ.
Greek Monolingual
ἰήλεμος, ὁ (Α)
ιων. τ. του ιάλεμος.
Greek Monotonic
ἰήλεμος: Ιων. αντί ἰᾱλ-.