ἱκτήριος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, v. ἱκετήριος.
German (Pape)
[Seite 1249] = ἱκετήριος, z. B. κλάδοι Soph. O. R. 3, θησαυρός Ai. 1154, von den Haaren, die bei der Trauer zu Ehren der Todten abgeschnitten werden; auch von Menschen, ib. 327, vgl. O. C. 927.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 c. ἱκετήριος, de suppliant ; οἱ ἱκτήριοι SOPH les suppliants;
2 ἡ ἱκτηρία, c. ἱκετηρία, rameau de suppliant.
Étymologie: ἱκτήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκτήριος: Soph. = ἱκτήρ I и II.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκτήριος: -α, -ον, ἴδε ἱκετήριος.
Greek Monolingual
ἱκτήριος, -ία, -ον (Α)
βλ. ικετή-ριος.
Greek Monotonic
ἱκτήριος: -α, -ον, βλ. ἱκετήριος.