Ἰνδικός
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
Ἰνδική, Ἰνδικόν, Indian:
A ἡ Ἰ. χώρη Hdt.3.98: Sup. Ἰνδικώτατος Philostr. VA1.10:—fem. Ἰνδίς, ίδος, f.l. in Nonn. D. 17.377.
II Ἰνδικὸν φάρμακον a kind of pepper, Hp.Mul.1.81; but, indigo (cf. infr. 2), PHolm.11.2; also called ἰ. μέλαν ib.9.8.
2 the plant indigo, Indigofera tinctoria, Dsc.5.92.
3 name of an eyesalve, Gal.12.780, al.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l'Inde, indien ; ἡ Ἰνδική (χώρα) l'Inde.
Étymologie: Ἰνδία.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰνδικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Ἰνδούς· ἡ Ἰνδικὴ χώρα Ἡρόδ. 3. 98· ὡσαύτως θηλ. Ἰνδίς, ίδος, Νόνν. Δ. 17. 377. ΙΙ. Ἰνδικὸν φάρμακον, εἶδος πεπέρεως, Ἱππ. 630. 38, πρβλ. 573. 53. 2) ὡς οὐσ. τὸ ἰνδικόν, ὕλη βαφικὴ κυανόχρους, κοινῶς «λουλάκι», Διοσκ. 5. 101. -Ὑπερθετ. Ἰνδικώτατος, λίθους.. τῶν Ἰνδικωτάτων καὶ θαυμασίων Φιλόστρ. 11 (σ. 9 ἔκδ. Cayser).
Greek Monotonic
Ἰνδικός: -ή, -όν (Ἰνδός), Ινδικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.