ὀγκίαι

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκίαι Medium diacritics: ὀγκίαι Low diacritics: ογκίαι Capitals: ΟΓΚΙΑΙ
Transliteration A: onkíai Transliteration B: onkiai Transliteration C: ogkiai Beta Code: o)gki/ai

English (LSJ)

θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 290] αἱ, erkl. Hesych. θημῶνες, χώματα.

Greek Monolingual

ὀγκίαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ία].