ὀλιγάνθρωπος

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάνθρωπος Medium diacritics: ὀλιγάνθρωπος Low diacritics: ολιγάνθρωπος Capitals: ΟΛΙΓΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: oligánthrōpos Transliteration B: oliganthrōpos Transliteration C: oliganthropos Beta Code: o)liga/nqrwpos

English (LSJ)

ὀλιγάνθρωπον, = ὀλίγανδρος, X.Lac.1.1 (Sup.), Oec.4.8, Gal.14.624.

German (Pape)

[Seite 319] = ὀλίγανδρος; Xen. Oee. 4, 8, χώραν; Rep. Lac. 1, 1 ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu d'hommes, une faible population;
Sp. ὀλιγανθρωπότατος.
Étymologie: ὀλίγος, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγάνθρωπος: малолюдный (χώρα, πόλις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους ἀνθρώπους, Ξεν. Λακ. 1, 1 (ἐν τῷ ὑπέρθ), Οἰκ. 4, 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγάνθρωπος, -ον)
1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.)
2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄνθρωπος (πρβλ. πολυάνθρωπος)].

Greek Monotonic

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, αυτός που έχει μικρό αριθμό ανθρώπων, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀλῐγ-άνθρωπος, ον,
scant of men, Xen.

English (Woodhouse)

thinly inhabited

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)