ὀνόκλεια

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

German (Pape)

[Seite 348] ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
autre n. de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: ὄνος, ?

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόκλεια: ἴδε ὀνοχειλές.

Greek Monolingual

ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.

Translations