ὀξυγένειος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ὀξυγένειον, with pointed chin, Poll.4.145.
German (Pape)
[Seite 352] mit scharfem, spitzem Kinn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠγένειος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ τὸ γένειον, ἢ ὀξεῖαν τὴν κάτω σιαγόνα, Πολυδ. Δʹ, 145.
Greek Monolingual
ὀξυγένειος, -ον (Α) οξύγενυς
αυτός που έχει μυτερό σαγόνι ή μυτερό γένι, μούσι.