ὀπάρα
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek (Liddell-Scott)
ὀπάρα: ἀντὶ ὀπώρα δέχονται οἱ περὶ τὸν Ahrens καὶ τὸν G. Curtius ἐν τῷ παρ’ Ἀθην. Δειπνοσοφ. Χ, 416, ἀποσπάσματι τοῦ Ἀλκμᾶνος, ἀκολουθοῦντες χειρόγραφα καὶ ἀναγινώσκοντες χεῖμα χὠπάραν. Εἰσὶ δὲ καὶ οἱ διστάζοντες. Ἴδε Spiess ἐν Curt. Stud. V, σ. 345 καὶ Schubert, ἐν Sitzungsber. d. phil. hist. Cl. d. kais. Akad. d. Wis. XCII, σ. 550. Ὁ τελευταῖος δέχεται μόνον τὸ δασὺ πνεῦμα ἐν τῇ ἀρκτικῇ συλ. ὀπ-. Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.