ὀρεομήκης

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεομήκης Medium diacritics: ὀρεομήκης Low diacritics: ορεομήκης Capitals: ΟΡΕΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: oreomḗkēs Transliteration B: oreomēkēs Transliteration C: oreomikis Beta Code: o)reomh/khs

English (LSJ)

ὀρεομήκες, mountain-high, χιόνες Adam.Vent. 40 (ὡρεο- cod.).

Greek Monolingual

ὀρεομήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [II]) + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανομήκης].