ὀρεσίβιος
From LSJ
Full diacritics: ὀρεσίβιος | Medium diacritics: ὀρεσίβιος | Low diacritics: ορεσίβιος | Capitals: ΟΡΕΣΙΒΙΟΣ |
Transliteration A: oresíbios | Transliteration B: oresibios | Transliteration C: oresivios | Beta Code: o)resi/bios |
v. ὀρέσβιος.
-α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)
αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].