ὀστοκόπος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, v. ὀστεοκόπος.
German (Pape)
[Seite 400] ὁ, = ὀστεοκόπος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοκόπος: ὁ, ἴδε ὀστεοκόπος ΙΙ.
Greek Monolingual
ὀστοκόπος, ὁ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οστεοκόπος.
Full diacritics: ὀστοκόπος | Medium diacritics: ὀστοκόπος | Low diacritics: οστοκόπος | Capitals: ΟΣΤΟΚΟΠΟΣ |
Transliteration A: ostokópos | Transliteration B: ostokopos | Transliteration C: ostokopos | Beta Code: o)stoko/pos |
ὁ, v. ὀστεοκόπος.
[Seite 400] ὁ, = ὀστεοκόπος, Sp.
ὀστοκόπος: ὁ, ἴδε ὀστεοκόπος ΙΙ.
ὀστοκόπος, ὁ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οστεοκόπος.