ὀστοκόπος
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ὁ, v. ὀστεοκόπος.
German (Pape)
[Seite 400] ὁ, = ὀστεοκόπος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοκόπος: ὁ, ἴδε ὀστεοκόπος ΙΙ.
Greek Monolingual
ὀστοκόπος, ὁ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οστεοκόπος.