ὑπεπίτριτος
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
reciprocal of ἐπίτριτος (¾ of 4/3), v. sub ὑπεπιμόριος.
German (Pape)
[Seite 1188] ein Ganzes weniger ein Drittel enthaltend, z. B. 2 von 3, Nicom. arithm. 1, 19.
Greek Monolingual
-ίτη, -ον, Α
(για αριθμ. όρο) ο αντίστροφος του ἐπίτριτος, δηλαδή ο 3/4 ως αντίστροφος του 4/3.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐπίτριτος «ο αριθμός που περιέχει έναν ακέραιο και επιπλέον το ένα τρίτο»].