ὑπερέκχυσις
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
-εως, ἡ, overflowing, of the Nile, Hld.1.5; of the sea, Plu.2.731c (pl.); κοιλίας Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1194] ἡ, das darüber Ausgießen. – Das Überströmen, Austreten des Meeres, Plut. Symp. 8, 9, 2 im plur.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
débordement, inondation.
Étymologie: ὑπερεκχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερέκχῠσις: εως ἡ разлитие, разлив (sc. τῇς θαλάττης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέκχῠσις: -εως, ἡ ὑπερχείλισις, πλημμύρα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡλιόδ. 1. 5· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 731C.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α ὑπερεκχέω
1. (για τον Νείλο και για τη θάλασσα) πλημμύρα
2. μτφ. υπερβολική οινοποσία.