ὑπεραιώρησις
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
-εως, ἡ, v. ὑπεραιωρέω.
German (Pape)
[Seite 1190] εως, ἡ, das darüber Aufhängen u. Schwebenlassen, das Darüberschweben, Hippocr.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὑπεραιωρῶ
ανάρτηση από ψηλά, το να κρέμεται κάτι από ψηλά.