ὑπερκατάληκτος

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκατάληκτος Medium diacritics: ὑπερκατάληκτος Low diacritics: υπερκατάληκτος Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: hyperkatálēktos Transliteration B: hyperkatalēktos Transliteration C: yperkataliktos Beta Code: u(perkata/lhktos

English (LSJ)

ὑπερκατάληκτον, hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.

German (Pape)

[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκατάληκτος: стих. содержащий лишнее количество слогов (ῥυθμός).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταλήγω.