ὑπερώνυμος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

German (Pape)

[Seite 1205] über alle Namen, unaussprechlich, Dionys. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερώνῠμος: -ον, ὁ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἀνέκφραστος, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομάτ. 7, σ. 385.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται τόσο ψηλά, ώστε δεν μπορεί να του δοθεί όνομα, αυτός που είναι υπέρτερος κάθε ονομασίας, ανέκφραστοςἀγαθότης ὑπερώνυμος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
αυτός που έχει ξακουστό όνομα, περιώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ἐπ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].