ὑποδούλωσις
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποδουλώνω, στέρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας κάποιου με την υπαγωγή του στην κυριαρχία άλλου, καθυπόταξη, σκλάβωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδούλωσις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].