ὑπόδυσις

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδῠσις Medium diacritics: ὑπόδυσις Low diacritics: υπόδυσις Capitals: ΥΠΟΔΥΣΙΣ
Transliteration A: hypódysis Transliteration B: hypodysis Transliteration C: ypodysis Beta Code: u(po/dusis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A getting under a place, Arist.IA713a20.
II retiring place, place of shelter, Agatharch.32, J.BJ3.7.22, Muson.Fr. 14p.71H.
III imperceptibility, σφυγμῶν Sor.2.61.
IV = submersio, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1216] ἡ, das Untertauchen, Hineinschlüpfen. – Ort zum Verkriechen, Schlupfwinkel, dah. Zuflucht, D. Sic. 3, 44. S. auch ὑπόδοσις.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόδῠσις: εως ἡ
1 опускание, погружение Arst.;
2 убежище, пристанище (τοῖς ἀπορουμένοις τὴν ἀναγκαίαν ὑπόδυσιν παρασχέσθαι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδῠσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσέρχεσθαι ὑπό τινα τόπον, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. ΙΙ. τόπος πρὸς καταφυγήν, καταφύγιον, Διόδ. 3. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22, κλπ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α ὑποδύω, -ομαι]
1. παρείσφρηση
2. καταφύγιο
3. (για σφυγμό) η ιδιότητα του ανεπαίσθητου
4. βύθιση μέσα στο νερό, κατάδυση.