ὑφαύω
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Full diacritics: ὑφαύω | Medium diacritics: ὑφαύω | Low diacritics: υφαύω | Capitals: ΥΦΑΥΩ |
Transliteration A: hyphaúō | Transliteration B: hyphauō | Transliteration C: yfayo | Beta Code: u(fau/w |
light underneath, aor. 3sg. ὑφηῦσε (v.l. ὑφηῦνε) Sch.D.T. p.112 H.
ὑφαύω: ὑφάπτω, ἀναύω κάτωθεν, πιθαν. γραφ. ἐν τοῖς Α. Β. 655, 4, ἔνθα ἀντὶ ὑφηῦνε γραπτέον ὑφηῦε.
Α
πιθ. βάζω φωτιά κάτω από κάτι, ὑφάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + αὔω / αὕω «ανάβω»].