ὑφεκτέον

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφεκτέον Medium diacritics: ὑφεκτέον Low diacritics: υφεκτέον Capitals: ΥΦΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: hyphektéon Transliteration B: hyphekteon Transliteration C: yfekteon Beta Code: u(fekte/on

English (LSJ)

(ὑπέχω) one must support, submit to, δίκην Pl.R. 457e; ὑ. τινὶ τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν X.Lac.9.5; ὑ. λόγον τινί one must give account, Arist.APo.77b5.

Russian (Dvoretsky)

ὑφεκτέον: adj. verb. к ὑπέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπέχω, δεῖ ὑπέχειν..., δίκην Πλάτ. Πολ. 457Ε· ὑφ. τινὶ τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν Ξεν. Λακ. 9. 5· ὑφ. λόγον, πρέπει τις νὰ δώσῃ λόγον, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2.

Greek Monotonic

ὑφεκτέον: ρημ. επίθ. του ὑπέχω, αυτό το οποίο πρέπει να λογοδοτήσει, σε Πλάτ.